συγκαταλέγομαι

συγκαταλέγομαι
συγκαταλέγομαι, συγκαταλέχθηκα και συγκαταλέχτηκα βλ. πίν. 140

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • εξετάζω — (AM ἐξετάζω) [ετάζω] 1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.) 2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες») 3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε …   Dictionary of Greek

  • λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • προσάπτω — ΝΜΑ και δωρ. τ. προτιάπτω Α [ἅπτω] 1. προσαρτώ κάτι σε κάτι άλλο, προσκολλώ («τούτων μὲν ὦν ἔχεις χεροῑν τύμβῳ προσάψης μηδέν», Σοφ.) 2. επισυνάπτω («τὸ ἀντίγραφον... προσήψαμεν», πάπ.) 3. μτφ. (με αρνητική σημ.) καταλογίζω κάτι εις βάρος κάποιου …   Dictionary of Greek

  • συγκατατελώ — έω, Α συγκαταλέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατά + τελῶ] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταψηφίζομαι — Α 1. καταδικάζω και εγώ κάποιον με την ψήφο μου («λέγεται δ ὁ Τιμοκρέων ἐπὶ μηδισμῷ φυγεῑν συγκαταψηφισαμένου τοῡ Θεμιστοκλέους», Πλούτ.) 2. συγκαταλέγομαι, συμπεριλαμβάνομαι με εκλογή («συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • συναλίζω — (I) Α 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω («καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ὁ Κῡρος συνάλισε καὶ ἀνέπεισε ἀπίστασθαι ἀπὸ Μήδων», Ηρόδ.) 2. παθ. συναλίζομαι (για πρόσ.) συγκαταλέγομαι («εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας συναλίζεσθαι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλίζω (Ι)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”